ΣτΕ 163/2018 Ακύρωση για τυπικό λόγο και αναπομπή στη διοίκηση: η μη εξέταση των άλλων λόγων της προσφυγής δεν αντίκειται σε κανένα δικαίωμα ή αρχή

Ακύρωση της καταλογιστικής φόρου εισοδήματος πράξης και πράξης επιβολής προστίμου, λόγω μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και αναπομπή στη διοίκηση για τήρηση της νόμιμης διαδικασίας, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. 

Άσκηση εφέσεως από τον προσφεύγοντα για τον λόγο ότι, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος και 40 και 70 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αναπέμφθηκε η υπόθεση στη διοίκηση, δεδομένου ότι, εφόσον με τις παραπάνω διατάξεις καθιερώνεται η ισότητα των διαδίκων και τους αναγνωρίζονται τα ίδια δικαιώματα και οι ίδιες δικονομικές υποχρεώσεις και, ενώ δεν παρέχεται δικαίωμα δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο τον προσφεύγοντα κατά της ίδιας πράξεως ή παραλείψεως, δεν είναι συνταγματικά δίκαιο να παρέχεται δικαίωμα στη φορολογική αρχή να επανέρχεται με έκδοση δεύτερης πράξεως για την ίδια αιτία. Ο λόγος αυτός απερρίφθη με την απόφαση του Εφετείου, με την αιτιολογία ότι η αναπομπή της υπoθέσεως στη φορολογική αρχή δεν στερεί τον προσφεύγοντα από το δικαίωμα νέας προσφυγής κατά των καταλογιστικών πράξεων που τυχόν θα εκδοθούν μετά την τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακροάσεως.

 

Με την αίτηση αναιρέσεως ο διάδικος προέβαλε ότι οι διατάξεις του άρθρου 79 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, με τις οποίες προβλέπεται ακύρωση της πράξης και αναπομπή στη διοίκηση, σε περίπτωση που συντρέχει παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξης, είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 26, 87, 20 παρ. 1, 2 παρ. 1 και 4 έως 25 του Συντάγματος που αναφέρονται στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Ειδικότερα, ότι η διαδικασία της αναπομπής αντιβαίνει στην ισότητα των διαδίκων, υπό την έννοια ότι ο μεν διοικούμενος δεν μπορεί να προσφύγει κατά της ίδιας πράξης αν το ένδικο βοήθημά του απορριφθεί για τυπικό λόγο, ενώ η διοίκηση μπορεί να επανέλθει με τη διαδικασία της αναπομπής και να επανεκδώσει πράξη δυσμενή για το διοικούμενο, παρότι η προηγούμενη πράξη της ακυρώθηκε για τυπικό λόγο. 

Το δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, «διότι το δικαίωμα της προηγούμενης ακροάσεως, με την έννοια που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και ρυθμίζεται ειδικότερα με τις ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας που παρατίθενται στη σκέψη 3, συνίσταται στην δυνατότητα εκείνου για τον οποίον η Διοίκηση άγεται στην έκδοση πράξης βλαπτικής για τα συμφέροντά του να εκθέσει σχετικά τις απόψεις του στην αρμόδια διοικητική αρχή έτσι ώστε να επηρεάσει την διαμόρφωση της κρίσης της ήδη στο στάδιο πριν από τον σχηματισμό της και την έκδοση της πράξης. Υπό τα δεδομένα αυτά η αναπομπή της υποθέσεως στη Διοίκηση υπαγορεύεται από την ανάγκη να μην εξετάσει ο δικαστής την ουσία της υποθέσεως χωρίς να έχει δοθεί η δυνατότητα στον φερόμενο ως παραβάτη να προβάλει ενώπιον της φορολογικής αρχής ισχυρισμούς, αναγόμενους στην υποκειμενική του σφαίρα, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού της υποθέσεως και να συμβάλουν ενδεχομένως στη λήψη αποφάσεως ευνοϊκής γι' αυτόν (πρβλ. ΣτΕ 1183/2017, 3578,4587/2013). Άλλωστε, δεν είναι βέβαιο ότι μετά την τήρηση του τύπου της προηγούμενης ακροάσεως θα εκδοθεί νεότερη, δυσμενής για το διοικούμενο, πράξη, και εν πάση». 

 

Με τον δεύτερο λόγο ο αναιρεσειών προέβαλε ότι μη νόμιμα το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε μόνον τον λόγο της προσφυγής που αφορούσε την μη τήρηση του ουσιώδους τύπου της προηγούμενης ακροάσεώς του, ενώ έπρεπε να είχε εκφέρει κρίση και για τους λοιπούς λόγους. Σύμφωνα με το δικαστήριο, «η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι νόμιμη, διότι η δυνατότητα των δικαστηρίων της ουσίας να περιορίζουν την κρίση τους σε ορισμένες πλημμέλειες που, κατά την αντίληψή τους, αρκούν για την θεμελίωσή της, δεν αντίκειται σε κάποια συνταγματική ή δικονομική διάταξη (πρβλ. ΣτΕ 789/2010)».

Σχόλια